- εὐκάμπεια
- εὐκάμπ-εια, ἡ,A flexibility, of the body, Antyll. ap. Orib.6.35.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκάμπεια — εὐκάμπεια, ἡ (Α) [ευκαμπής] ευκαμψία, ευστροφία … Dictionary of Greek
εὐκαμπείας — εὐκαμπείᾱς , εὐκάμπεια flexibility fem acc pl εὐκαμπείᾱς , εὐκάμπεια flexibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)